Ροτόντα
Ροτόντα
Το εμβληματικό περίκεντρο κτίριο
Εμβληματικό όσο λίγα μνημεία στην πόλη, η «Ροτόντα», όπως ονομάστηκε το οικοδόμημα που συνδεόταν με τα Ρωμαϊκά Ανάκτορα του Γαλερίου και την Αψίδα του, χτίστηκε στην αυγή του 4ου αιώνα μ.Χ. και έχει χαρακτηριστεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Οφείλει την ονομασία στο κυκλικό της σχήμα, ενώ ο σκοπός για τον οποίο χτίστηκε δεν είναι μέχρι σήμερα γνωστός. Πιθανότερες εκδοχές ήταν ο λατρευτικός χαρακτήρας των Καβείρων ή του Δία, ενώ πιθανολογείται πως ίσως να προοριζόταν για μαυσωλείο του ίδιου του Γαλερίου - ο καίσαρας που διοικούσε το κομμάτι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που περιλάμβανε τη Θεσσαλονίκη πέθανε και τάφηκε αλλού.
Το περίκεντρο κτίριο έχει ύψος σχεδόν 30 και διάμετρο 24,5 μέτρων. Ο κυλινδρικός τοίχος, πάχους 6,30 μέτρων, διασπάται εσωτερικά σε οκτώ ορθογώνιες κόγχες, η νότια από τις οποίες ήταν η κύρια είσοδος. Αποτελεί μοναδική κατασκευή για το είδος του στον ελλαδικό χώρο και παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το «Πάνθεον» της Ρώμης, σε σημείο να θεωρείται ως «δίδυμο» κτίριό του. Υπέστη αλλοιώσεις μέσα στα χρόνια, τόσο από σεισμούς όσο και επεμβάσεις κατά τις αλλαγές των χρήσεων, μα η σημερινή του μορφή, κατόπιν των τελευταίων αναστηλώσεων, παρουσιάζεται σε πολύ καλή κατάσταση, διατηρώντας σπουδαία ψηφιδωτά, αγιογραφίες και τη μοναδική αρχιτεκτονική του.
Η Ροτόντα υπήρξε ναός λατρείας τριών θρησκειών. Από τόπος τελετών του Δωδεκάθεου πέρασε στους χριστιανούς, διατελώντας και ως Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης από το 1523 ως το 1590. Κατόπιν η μακρά οθωμανική περίοδος τη μετέτρεψε σε τζαμί, από το οποίο διασώζεται ο μιναρές, ύψους σχεδόν 36 μέτρων - ο μοναδικός μιναρές που παρέμεινε όρθιος μετά τη δεκαετία του 1920. Με την απελευθέρωση της πόλης, το κτίριο αποδόθηκε εκ νέου στη χριστιανική λατρεία και αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο. Κατοπινά, λειτούργησε ως μουσείο και σήμερα χαρακτηρίζεται ως πολιτιστικό μνημείο της πόλης, επισκέψιμο από το 2015 που ολοκληρώθηκαν οι πολύχρονες εργασίες αναστήλωσης.